17/3/13

Οδεύοντας για τη «Λαμπρήν»




Από τις Απόκριες έως το Πάσχα.

Ήθη και Έθιμα, όπως μεταφέρθηκαν από τον Πόντο, από τους παππούδες μας.

Το Πάσχα, όπως σε όλους τους Χριστιανούς, έτσι και στους Χριστιανούς του Ιστορικού Πόντου αναμένονταν με ιδιαίτερη Θρησκευτική ευλάβεια.

Πέρα του εξαγνισμού της ψυχής μέσα από τις θρησκευτικές τελετές και τις προετοιμασίες για την Ανάσταση του Θεανθρώπου, το Πάσχα ήταν και ένας σημαντικός λόγος για την επιστροφή των ξενιτεμένων στα σπίτια τους, για να συνεορτάσουν τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.

Η προετοιμασία για την «Λαμπρήν» στις αλησμόνητες πατρίδες ξεκινούσε από την Κυριακή των Αποκριών.

«Οσήμερον θα εμπονεσταζουμε».

«Εμπονεστα» ήταν η τελευταία μέρα πριν την νηστεία, μπαίνομε δηλαδή στη νηστεία, όπου έτρωγαν ψάρια και γαλακτοκομικά.

Το βράδυ της τελευταίας Αποκριάς, κάθονταν στο τραπέζι όλη η οικογένεια, που έτρωγαν για τελευταία φορά «ματζηριμένα» φαγητά.

Μετά το δείπνο, η οικοδέσποινα κρεμούσε τον «κουκαρά» σε ένα εμφανές σημείο του σπιτιού.

Ο «κουκαράς» ήταν μία πατάτα ή ένα κρεμμύδι ή ένα κοτσάνι «τσούκρι» καλαμποκιού, όπου κάρφωναν επτά φτερά κότας, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας.

Με τον «κουκαρά» φοβέριζαν οι μάνες τα παιδιά «ορία ματζηρίς θα τρώ σε ο κουκαράς» , ο οποίος κουνιόταν όπως ανοιγόκλειναν οι πόρτες και κατατρόμαζε τα παιδιά.

Τελειώνοντας η εβδομάδα, αφαιρούσαν και ένα πτερό από τον «κουκαρά» και ήταν ένας έμμεσος τρόπος να μετρούν τις εβδομάδες που απομένουν έως το Πάσχα αλλά και να κάνουν κουράγιο τα παιδιά βλέποντας τα φτερά να ελαττώνονται.

Την Καθαρά Δευτέρα γινόταν ο καθαρισμός του σπιτιού αλλά και των κατσαρολών.

Κάθε νοικοκυρά «έτριβεν τα σκεύατς με το σαχτάρ και το κουμ για να μη απομέν γιαγλος απες και ματζηριζ το φαιν» και τα αράδιαζε προς κοινή θέα στο «ταρεζ», για να δουν οι γεροντότεροι ότι όλα είναι καθαρά και τα «μπακίρια αστράφνε».

Την Πρώτη εβδομάδα των νηστειών οι γυναικές Αηθοδώριζαν.

Δηλαδή δεν έτρωγαν τίποτε όλη μέρα και το βράδυ στον Απόδειπνο έπαιρναν Αντίδωρο.

Οι πιο τολμηρές δεν έτρωγαν τίποτε δύο μέρες και την τρίτη μέρα «εκοινώνιζαν».

Φυσικά, στην όλη προετοιμασία δε ξεχνούσαν και τους νεκρούς.

Σάββα του Ψυχού, Σάββα του Αντίψυχου και Σάββα του ΑηΘοδωρή έλεγαν οι πόντιοι και πήγαιναν σιτάρι και τα τρία Σάββατα στην Εκκλησία για να μνημονεύσει ο ιεράς τους νεκρούς,

Το ίδιο έκαναν και τις Παρασκευές των Χαιρετισμών τις Παναγίας, όπου άφηναν τις «μερίδες», τα βιβλιαράκια που είχαν γραμμένα τα ονόματα των νεκρών, στην εκκλησία και ο ιερέας μετά το πέρας της ακολουθίας των χαιρετισμών «εδιασκευεν τους αποθαμέντς».

Των Αγίων Σαράντων έκαναν σαράντα τσιριχτά και «εδάρισαν», επίσης την ίδια μέρα έσπερναν τα σπορικά τους για να καλοφυτρώσουν.

Το Βαΐων τα παιδιά κρατούσαν ένα καλάθι με βάγια και «εβάιζαν» στα σπίτια ψέλνοντας «Θεία θεία έρθανε τα βάγια,το κεπκέλ τ' εσον και το βόν τα' εμόν» και μάζευαν αυγά.

Αυτά συνέβαιναν μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Ήδη από τη Μεγάλη Δευτέρα ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης.

Το σπίτι ασπριζόταν και «ελειφταν» το δάπεδο.

Τότε γινόταν και ο καθαρισμός της Εκκλησίας.

Τη Μεγάλη Τετάρτη, καθαροί όλοι, πήγαιναν στο Ευχέλαιο αλλά και όλη τη βδομάδα θεωρούσαν καλό να κάνουν ευχέλαιο στα σπίτια τους.

Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα αυγά το πρωί και το βράδυ έβαζαν σε μια σακούλα - κόκκινα αυγά λίγο χοντρό αλάτι και λίγο νερό - και τα άφηναν δίπλα στο Ιερό κάτω από την εικόνα της Παναγίας για να «δεβάσκουνταν».

Τα αυγά αυτά τα έτρωγαν μετά την Ανάσταση γιατί ήταν «εσιασμένα».

Από το αλάτι έδιναν να φάνε και λίγο τα ζώα του σπιτιού και από το νερό έκαναν προσφορές.

Τη Μεγάλη Παρασκευή όλοι «εδάριζαν» στα νεκροταφεία, όπως μοιράζουμε την ημέρα της κηδείας.

Σημειωτέον ότι τη Μεγάλη βδομάδα δεν φύτευαν ούτε έβαζαν κλώσα, γιατί θεωρούσαν ότι ήταν «τσούβον».

Τη Λαμπρή, που επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι, υπήρχε άφθονο κρέας και ρακί στο τραπέζι και γλέντια σε όλα τα σπίτια.

Απαραίτητο ήταν κάθε νέος ή γέρος να έχει στην τσέπη του και ένα κόκκινο αυγό, που με ιδιαίτερη φροντίδα διάλεγε από τα βαμμένα αυγά, ώστε να «κρουει» με το συγχωριανό του.

Σε κάποιες περιοχές αυτός που είχε γερό αυγό φώναζε «ΑηΘόδωρος» και προκαλούσε τους συγχωριανούς του να τσουγκρίσουν.

Σε άλλες περιοχές, τα παιδιά έπαιζαν με τα αυγά όπως έπαιζαν με τους βόλους.

Απαράβατος κανόνας να τσουγκρίζουν την πρώτη μέρα του Πάσχα τα αυγά μόνο «ασό μυτίν», γιατί «έτον κρίμαν» να «κρούνε και ασον κώλον», ενώ τη Δεύτερη μέρα «εντούναν και ασα δύο μερέας».

Τη Δεύτερη Μέρα του Πάσχα την Αφιέρωναν στους νεκρούς, όχι όμως με κλάμα αλλά με «κεμετζέδες και ρακιν».

Μαζεύονταν δηλαδή στα νεκροταφεία και γλεντούσαν μαζί με τους νεκρούς,

Αποκορύφωμα όλων των εκδηλώσεων ήταν η Δεύτερη Μέρα του Πάσχα, όπου τις περισσότερες φορές γιορτάζονταν και ο Αη΄Ερτς, ο Αγιος Γεώργιος, ο οποίος τύγχανε ιδιαίτερης τιμής και δόξας τόσο από τους Πόντιους όσο και από τους Τούρκους.

Φωτεινή Αγγελίδου,
Αντιπρόεδρος Ποντιακού
Συλλόγου Πτολεμαΐδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου