31/3/13

Κεντώντας τη μνήμη



Τι ωραίο που είναι να γνωρίζεις τις ρίζες σου, να τηρείς την παράδοση, να θυμάσαι, να ρωτάς και να μαθαίνεις όλο και περισσότερα πράγματα, ώστε αύριο μεθαύριο να τα παραδώσεις στα δικά σου παιδιά, τους αυριανούς Έλληνες.

Πρόσφατα, παρακολουθήσαμε ένα σεμινάριο για το Μουσείο Μέριμνας Ποντίων Κυριών.

Χρόνια τώρα, η Μέριμνα κέντησε την ιστορία της και μαζί με αυτήν μία ιστορία για τη δική της Τραπεζούντα, το δικό της Πόντο και τη δική της Ελλάδα.

Η Μέριμνα ξεκίνησε τη λειτουργία της στην Τραπεζούντα το 1904 και το 1924 επανιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Επί χρόνια, διέθετε εργαστήριο κεντήματος για τις παραγγελίες προίκας των οικογενειών της Θεσσαλονίκης.

Πολλές κοπέλες δημιούργησαν εκεί την προίκα τους έως το 2000.

Κατόπιν, βέβαια, το κέντημα έπαψε να ενδιαφέρει το κοινό τόσο πολύ.

Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών ίδρυσε στέγες όπως την «Διαμαντίδειο Στέγη Ηλικιωμένων» (από τα καλύτερα γηροκομεία στην Ελλάδα) και τον Παιδικό Σταθμό «Αργώ» (στην Καλαμαριά).

Το ενδιαφέρον της για τον άνθρωπο ξεκίνησε από πολύ νωρίς, καθώς στην Τραπεζούντα φρόντιζε ορφανά κορίτσια, ενώ αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, περιέθαλπε πρόσφυγες.

Στο Μουσείο εκθέτονται τα κειμήλια, οι μνήμες, η συγκίνηση για τις αλησμόνητες Πατρίδες, η παράδοση χιλίων διακοσίων ετών!

Θα αισθανθείτε ότι ταξιδεύετε στο χρόνο, εάν επισκεφθείτε την επίσημη ιστοσελίδα της Μέριμνας Ποντίων Κυριών και το φωτογραφικό της αρχείο:


Η είσοδος στο Μουσείο είναι δωρεάν.

30/3/13

Όταν οι μαθητές διψούν για ιστορία



Τα βίντεο που ακολουθούν, αποτελούν εργασία των μαθητών του τμήματος Β4 του 2ου Γυμνασίου Ευόσμου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Θεσσαλονίκη: μία βυζαντινή πόλη» (σχολικό έτος 2010-2011).

Το «Nectar e Libro», κατά τη διάρκεια σερφαρίσματος στο internet και συγκεκριμένα στο youtube, ανακάλυψε τα συγκεκριμένα βίντεο και τα παρουσιάζει λέγοντας ταυτόχρονα ένα μεγάλο μπράβο στους μαθητές του σχολείου.

1ο μέρος εργασίας:


2ο μέρος εργασίας:


3ο και τελευταίο μέρος εργασίας:


Οι πρώτες ελληνικές λέξεις σε ένα βίντεο

Με αφορμή τα στατιστικά του ιστολογίου, που φανερώνουν επισκεψιμότητα από πολλές χώρες, βρήκαμε ένα ενδιαφέρον βίντεο στο youtube, το οποίο μπορεί να αποσταλεί, από όλους εσάς, προς όσους επιθυμούν να κάνουν τώρα τα πρώτα τους βήματα εκμάθησης ελληνικών λέξεων.


Για την ιστορία, τον Μάρτιο του 2013 επισκέφθηκαν το «Nectar e Libro» από τις εξής χώρες (εκτός Ελλάδος και Κύπρου):
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Κίνα, Βουλγαρία, Ρωσία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Πορτογαλία, Ιταλία και Σουηδία.

28/3/13

Ζέα




Γνωρίζετε τί είναι η Ζέα;

Πρόκειται για το αρχαιότερο ίσως δημητριακό και βασικό συστατικό της διατροφής των αρχαίων.

Αναφέρεται και ως Ζειά.

Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη.

Δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης «ζείδωρος» (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται από αυτό το δημητριακό.

Ζει (ζειαί, πληθυντικός του ζειά) + δώρος (δώρον) [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας / Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998].

(Ζειά + δωρέομαι) δωρούμενος (δίδων, παράγων) ζειάς [Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης / Ιωάννου Δρ. Σταματάκου, Αθήνα, Βιβλιοπρομηθευτική, 1994].

Η ζέα είναι σημαντική όχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού.

Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής.

Το ποσοστό του αμινοξέος λυσίνη (Lycin), που περιέχει, είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που αυξάνει την πεπτικότητα τους, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι το βασικό στοιχείο στη βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου.

Βοηθάει στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών (Ca, Mg κ.α.).

Καταστέλλει τις φλεγμονές, που χρονίζουν στον οργανισμό και καταστρέφουν τα υγιή κύτταρα.

Καταστέλλει τα ένζυμα του καρκινικού κυττάρου (εμποδίζει την ανάπτυξη και μετάσταση του καρκίνου).

Ο Γαληνός (γιατρός κατά τον 2ο αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα (άλλη ονομασία της ζέας, επίσης: βρίζα) ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων:

η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν «κρίμνον», και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν «πολτός» (χυλός).

Η Ζέα εξαφανίστηκε «μυστηριωδώς» από τη διατροφή μας.

Το 1928 η καλλιέργειά της άρχισε να απαγορεύεται σταδιακά και μέχρι το 1932 καταργήθηκε τελείως στην Ελλάδα.

Το σιτάρι είναι πιο ανταποδοτική καλλιέργεια, αλλά λιγότερο ωφέλιμο για τον οργανισμό.

Ήταν η εισαγωγή των αλεύρων σίτου;

Ήταν το οικονομικό συμφέρον ή κάτι πιο πολύπλοκο;

Στα λεξικά (ελληνικά) ακόμα και σήμερα υπάρχει ως ζωοτροφή.

Η ζέα (Triticum dicoccum) είναι ένα από τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι γνωστά στον άνθρωπο.

Δείγματά του βρέθηκαν σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον Ελληνικό χώρο, με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας, που χρονολογείται 12000 έτη π.Χ.

Ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που «εξημέρωσε» ο άνθρωπος και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της πρώιμης γεωργίας της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της Παλαιστίνης, της Συρίας, του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο.

Δείγματα της εκμετάλλευσής του, που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν, έχουν βρεθεί και στη Βόρεια Αφρική.

Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στη Λακωνική πεδιάδα «πυροί τε ζειαί τ’ ήδ’ εύρυφανές κρί λευκόν».

Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών χρόνων μεταξύ των δημητριακών.

Με το πέρασμα του χρόνου, επιλέχθηκαν πιο αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι.

Έτσι η καλλιέργεια της ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί.

Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Αργότερα, οι αγρότες προτίμησαν νέο είδος δημητριακού, λόγω του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν από το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία.

Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: «31 Εκτυπήθησαν δέ το λινάριον και η κρίθη διότι η κρίθη ήτο σταχυωμένη, και το λινάριον καλαμωμένον 32 ο σίτος όμως και η ζέα δεν εκτυπήθησαν, διότι ήσαν όψιμα». [Έξοδος 9: 31, 32].

Χρησίμευε και ως τροφή των αλόγων, όταν ακόμα δεν είχε ωριμάσει.

Για τους Ρωμαίους ήταν τροφή εκστρατείας.

Κατά την Ομηρική εποχή, πιθανολογείται ότι η ζέα χρησιμοποιείτο ως ζωοτροφή.

Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά απά ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι.

Ο Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) διακρίνει σαφώς τη ζέα από την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών.

Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και από τη χρησιμοποίησή τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.

«Ομάδα επιστημόνων έφθασε εις την Θεσσαλονίκην, όπου εύρισκες τότε ανθρώπους από όλες τις φυλές.

Ηρεύνησε προσεκτικά και εδημοσίευσε το 1922 το πρώτο σύγγραμμα διά τις ομάδες αίματος και τις ιδιαιτερότητες εκάστης.

Οι Έλληνες είναι κατά πλειοψηφία «0» ομάδος και οι υπόλοιποι «Α» ομάδος, οι Χάζαροι είναι «Β» ομάδος κ.λπ.

Αρχάς του 1923, στέλνουν εις την Θεσσαλονίκη ένα ζευγάρι ιατρών διά να εξετάσει τη διατροφήν των Ελλήνων, επηρεασμένη από τον Ιπποκράτη, ο οποίος έλεγε εις τους ασθενείς «φάρμακό σου είναι η τροφή σου».

Άρα αυτοί εσκέφθησαν, έχει καθιερώσει εις τον Έλληνα υγιεινή διατροφή, ποιά είναι όμως η βασική τροφή;

Οι ερευνηταί κατέληξαν, σύντομα, ότι βασική τροφή των Ελλήνων είναι το ψωμί.

Το ψωμί όμως των Ελλήνων ήταν από Ζειά και όχι από σιτάρι.

Εις τα χημικά εργαστήρια συνέκριναν γρήγορα αλεύρι από Ζειά και Σιτάρι και μέχρι το 1926 διαπιστώνουν ότι:

Εις τον εγκέφαλο του ανθρώπου υπάρχει ένας αδένας μεγέθους διδράχμου τον οποίον ονόμασαν «Αμυγδαλή» ή «Αμύγδαλα».

Αυτός ο αδήν δημιουργεί την μνήμην και την φαντασίαν εις τους ανθρώπους με 300 διαφορετικές πρωτεΐνες (Αμινοξέα).

Αυτές οι πρωτεΐνες διά να συνδεθούν μεταξύ των και να δημιουργήσουν τα συμπλέγματα της μνήμης και να διατηρηθούν αυτά εις τον χρόνον, χρειάζονται μίαν δύναμιν, μίαν κόλλα, διά να κολλήσουν.

Αυτήν την κόλλα την προσφέρουν οι τροφές μας και την ονομάζουμε πρωτεΐνη στηρίξεως, πού σημαίνει συγκόλλησις και σταθεροποίησις της μνήμης.

Το ψωμί πού τρώμε από το Σιτάρι έχει τελείως διαφορετικές πρωτεΐνες στηρίξεως από το ψωμί από τη Ζειά.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η διαφορά τους.

Εις το Σιτάρι υπάρχει άφθονη η γλουτένη.

Η γλουτένη είναι μια ισχυρή κόλλα και χρησιμοποιείται ως φυσική κόλλα υπό των ανθρώπων στην καθημερινή ζωή των.

Η γλουτένη, όμως, ως πρωτεΐνη στηρίξεως των πρωτεϊνών του εγκεφάλου διά την δημιουργίαν της μνήμης είναι καλή μεν, διότι δημιουργεί ισχυράν μνήμην, αλλά περιορισμένη, διότι συγκολλά περισσότερες πρωτεΐνες των απαιτουμένων και περιορίζει το απόθεμα αυτών».

Αυτό ήταν ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, «ο ιστορικός εμπαιγμός», του Γ. Γ. Αϋφαντη.

Σας παρουσιάζουμε άλλο ένα σημείο:

«Αντίθετα η πρωτεΐνη στηρίξεως της Ζειάς (πληθυντικός Ζειαΐ) διασπάται από τα ένζυμα και αφομοιώνεται σαν καλή τροφή από τον οργανισμό.

Αυτό το χαρακτηριστικό της την κάνει πολύτιμη εις τον ανθρώπινο οργανισμό.

Διότι ενώ χρησιμεύει ως πρωτεΐνη «στηρίξεως» εις τις πρωτεΐνες μνήμης του εγκεφάλου, δεν μπλοκάρει αυτόν, δεν δημιουργεί σταθερές και αναλλοίωτες ενώσεις σαν βαρίδια στον έγκέφαλον, ως η γλουτένη του σιταριού, και αφήνει τον εγκέφαλο να λειτουργή ελεύθερα να συλλαμβάνη, να σκέπτεται νέες ιδέες, δοξασίες, να δημιουργεί όνειρα, φαντασία, επιστήμη, κ.λπ.

Οι αρχαίοι Έλληνες το εγνώριζαν πολύ καλά αυτό, δι' αυτό εκτρέφοντο μόνο με Ζειά, εγνώριζαν ότι η Ζειά τρέφει το πνεύμα.

Αυτό μας το λέει ο Αισχύλος εις τον ύμνον του προς την Δήμητρα:

«Δήμητερ η θρέψασα την εμήν φρένα είναι με άξιον των σων μυστηρίων».

Επίσης δεν φράσσει τα αγγεία που διέρχεται, φλέβες, αρτηρίες, κ.λπ.

Δεν παρουσιάζει τις πολλές ασθένειες πού παρουσιάζει η γλουτένη.

Επί πλέον η Ζειά περιέχει άφθονες βιταμίνες και πολλά ιχνοστοιχεία πού χρειάζεται ο οργανισμός μας, συν το αμινοξύ «Λυσίνη» το πολυτιμότατο συστατικόν δια τον οργανισμό μας, πού σήμερα οι άνθρωποι το αγοράζουμε πανάκριβα ως συμπλήρωμα της διατροφής μας, ενώ θα το είχαμε από το ψωμί της Ζειάς δωρεάν.

Εκτός των ανωτέρω τα αρτοπαρασκευάσματα από αλεύρι Ζειάς είναι εύγευστα και ασυγκρίτως νοστιμότερα από τα αντίστοιχα με αλεύρι σιταριού.

Εάν φάτε ψωμί ή μακαρόνια από Ζειά θα ερωτήσετε, τον κρέμασαν οι Έλληνες αυτόν που τους εστέρησε αυτήν την ασύγκριτη απόλαυσιν;

Ο Μέγας Αλέξανδρος έτρεφε την στρατιάν του μόνο με Ζειά, δια να είναι οι άνδρες του υγιείς και πνευματικά ανεπτυγμένοι.

Αν οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν ψωμί από σιτάρι δεν θα είχαν τόσο υψηλήν πνευματικήν ανάπτυξιν».

Στην παράγραφο «στην συμπαντική και ελληνικότατη προέλευση του αλφαβήτου» (ύμνοι Ορφέως, Ομηρικά έπη, Μύθοι), διαβάζουμε:

«Η πόλη των Αθηνών ονομαζόταν και Ζείδωρος, διότι επί του εδάφους της εκαλλιεργείτο εκτός από την ελαία και το δημητριακό ζειά.

Το ζειά με το ζήτα δηλώνει ζωή, με το έψιλον γιώτα την μακρά πορεία και με το άλφα που είναι το πρώτο στοιχείο το άριστον, την παρουσία του Αιθέρα (το στοιχείο πού βρίσκεται παντού και δομεί τα πάντα είναι ο Αιθέρας), άρα ζειά σημαίνει μακροζωία».

Την Ζειά φορτοεκφόρτωναν από ένα λιμάνι του Πειραιώς που εξ αυτής έλαβε το όνομα Ζέα, και μέχρι σήμερα το λιμάνι ονομάζεται Ζέα.

Η Ζέα καλλιεργείται σήμερα εις πολλές χώρες της Ευρώπης και στον Καναδά, σε μεγάλη έκταση.

Οι Ιταλοί την ονομάζουν Faro, οι Γερμανοί Dingel, κ.τ.λ.»

Στην Ελλάδα, τα ζυμαρικά από Ζέα μπορεί να τα αναζητήσει κανείς στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων.

Για το τέλος αφήσαμε μία μαρτυρία.

Πολίτης αναφέρει: «Είχα πρόβλημα με το στομάχι κι έκανα κάποιες εξετάσεις οι οποίες απέδειξαν εκ των υστέρων ότι με πειράζει η γλουτένη στο στομάχι.

Δηλαδή, ό,τι έχει σχέση με το σιτάρι. Είχα φουσκώματα και πρηξίματα. Το είπα στο φούρναρη μου και μου λέει:

Άστο σε μένα, αφού έχεις τόσο σοβαρό πρόβλημα. Λοιπόν, μου έκανε ψωμί από ζέα. Αυτό ήταν!».

Πηγές: www.hontos.gr,
http://www.ftiaxno.gr,
http://afipnisoy.blogspot.gr

Μία εικόνα, χίλιες λέξεις...


Εσείς πόσο παιδί αισθάνεστε και...
... πόσο βιβλιοφάγος;

27/3/13

Απάν Σο Ρακανόπον



Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Ακρίτες Επταλόφου», σε συνεργασία με το Δήμο Κιλκίς (100 χρόνια ελεύθερο Κιλκίς), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης της σφαγής των Ποντίων (19 Μαΐου) διοργανώνει τον 2ο λαϊκό αγώνα δρόμου Επταλόφου Κιλκίς (16.500 μ.) με την επωνυμία «Απάν Σο Ρακανόπον» («επάνω στο λόφο»).

Πρόκειται για το μοναδικό αγώνα δρόμου με ποντιακό όνομα, ενταγμένο φέτος στις τριήμερες εκδηλώσεις μνήμης και τιμής της σφαγής των 353.000 Ελλήνων του Πόντου.

Ως ημερομηνία διεξαγωγής ορίζεται η Κυριακή 12 Μαΐου 2013.



Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον 2ο αγώνα δρόμου «Απάν Σο Ρακανόπον» θα βρείτε επικοινωνώντας με το κινητό της αφίσας που δημοσιεύσαμε και στο:

https://www.facebook.com/events/144611765710187/

26/3/13

Κυριλλικό αλφάβητο


Το κυριλλικό αλφάβητο δημιουργήθηκε στη λογοτεχνική σχολή της Πρεσλάβας, κατά την εποχή της πρώτης βουλγαρικής αυτοκρατορίας (10ος αιώνας μ.Χ.), πιθανώς από μαθητές των βυζαντινών Ελλήνων Κυρίλλου και Μεθοδίου, προς τιμή των οποίων πήρε και το όνομά του.

Το πρώιμο κυριλλικό αλφάβητο:


Οι μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος νωρίτερα είχαν δημιουργήσει το γλαγολιτικό αλφάβητο για τους Σλάβους της Μοραβίας, στο πλαίσιο της βυζαντινής πολιτικής για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων.

Το κυριλλικό βασίστηκε κυρίως στο αρχαίο ελληνικό αλφάβητο και επηρεάστηκε από το γλαγολιτικό, προσθέτοντας επιπλέον σύμβολα για την απόδοση σλαβικών ήχων, που δεν υπήρχαν στην ελληνική γλώσσα.

Σήμερα, χρησιμοποιείται για τη γραφή πολλών σλαβικών γλωσσών, όπως τα ρώσικα, βουλγαρικά, σκοπιανά, σερβικά αλλά και άλλων ασιατικών, όπως τα μογγολικά, τα ουζμπέκικα, τα καζάχικα, τα αζέρικα καθώς και τα μολδαβικά, στην ανατολική Μολδαβία κυρίως, στην Ευρώπη.

Κοινά γράμματα στα σύγχρονα κυριλλικά αλφάβητα:


Πηγή: http://www.glossesweb.com

25/3/13

Επτά δωρεάν ψηφιακά βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821




Επτά δωρεάν ψηφιακά βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Κατεβάστε ελεύθερα από την ψηφιακή μας βιβλιοθήκη επτά e-books αφιερωμένα στον αγώνα  των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία.

Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης, 1888, 4 τόμοι:
Τόμος Α’:


Τόμος Β’:




Τόμος Γ’:


Τόμος Δ’:


2. Η βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη. Δημήτρης Αινιάν.

http://www.schooltime.gr/2013/03/22/viografia-tou-georgiou-karaiskaki/#.UVCG5xyjeQw

3. Ρήγα Βελεστινλή: Απάνθισμα Κειμένων.





4. Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού και οι Τρεις Πρώτες Μεταφράσεις του.

http://www.schooltime.gr/2012/03/13/%CE%BF-%CF%85%CE%BC%CE%BD%CE%BF%CF%83-%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%B9/#.UVCHOhyjeQw

Σημείωση: Το τετράτομο έργο «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως»του Σπυρίδωνα Τρικούπη, καθώς και η « Η Βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη» του Δημήτρη Αινιάν αποτελούν εκδόσεις του schooltime.gr και διανέμονται ελεύθερα στο διαδίκτυο.

Πηγή: http://www.schooltime.gr

24/3/13

Παπαφλέσσας

Ελληνική κινηματογραφική πολεμική ταινία του 1971, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου και σενάριο Πάνου Κοντέλη.

Πρωταγωνιστές: Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αλέκος Αλεξανδράκης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κάτια Δανδουλάκη, Χρήστος Πολίτης, Φερνάντο Σάντσο και Στέφανος Στρατηγός.

Ο Παπαφλέσσας είναι από τις επιφανέστερες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Η ταινία εξιστορεί την κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά, τη νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το θάνατο του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι το 1825, πολεμώντας τις ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ.

Απέσπασε τις καλύτερες κριτικές στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971 και τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Αρτιότερης Παραγωγής.

Επίσης, δόθηκε Τιμητική διάκριση στο σκηνογράφο και ενδυματολόγο, Διονύση Φωτόπουλο.

Κόστισε 12.000.000 δραχμές και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες υπερπαραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, προσεγγίζοντας αντίστοιχες αμερικανικές.


22/3/13

Ετυμολογία ελληνικών ονομάτων #4




Το «Nectar e Libro» σας παρουσιάζει το
τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος
της ετυμολογίας των ελληνικών ονομάτων:

Ρ
Ρέα = εκ του ράος (έτοιμος)

Σ

Σαλαμίνα = αλς (σαλ) + μίνυς (μικρός, βρίσκεται κοντά στη ξηρά)
Σλάβος = σάλος + βάω (βαίνω)
Σοφοκλής = σοφός + κλέος (ο έχων δόξα σοφού)
Σπάρτη = σπείρω
Στέργιος = στέργω (δείχνω στοργή)
Στυλιανός = στύλος
Σωκράτης = σώζω + κράτος



Τ

Τερψιχόρη = τέρπω + χορός
Τηλέμαχος = τηλέ + μακριά, μάχομαι
Τιμόθεος = τιμή + Θεός
Τιμολέων = τιμή + λέων (ο ισχυρός ως λέων)

Φ

Φειδιππίδης = φείδομαι + ίππος
Φίλιππος = φίλος + ίππος
Φιλοθέη = φίλη του Θεού
Φρίξος = φρίττω
Φοίβος = φάος (φωτεινός)



Χ

Χαράλαμπος = χαρά + λάμπω (αυτός που λάμπει από χαρά)
Χαρίκλεια = χάρις (η χάρη) + κλέος (δόξα), η ξακουστή για τη χάρη της
Χαρίλαος = χάρη + λαός
Χαριτίνη = η χαριτωμένη
Χριστίνα, Χρήστος = από το Χριστό, ο χρισμένος – η
Χριστόδουλος = δούλος + Χριστός
Χριστόφορος = Χριστός + φέρω
Χρύσανθος, Χρυσάνθη =  χρυσός + άνθος
Χρυσηίς  = χρυσός (η πολύτιμη, η χρυσαφένια)

Ω

Ωρωπός = η ώρ-ο (φροντίδα) + το ουσ. οπός (γαλακτώδης χυμός που λαμβάνει κάποιος κεντώντας το φυτό, αυτός που έχει τη φροντίδα της συγκομιδής του χυμού φυτών)

... τέλος αφιερώματος

21/3/13

Ετυμολογία ελληνικών ονομάτων #3



Η ετυμολογία ελληνικών ονομάτων
από το γράμμα «ν» έως και το «π»
(τρίτο μέρος αφιερώματος):

Ν

Ναυσικά = ναυς + καίνυμαι (υμνούμαι)
Νεοκλής = νέος + κλέος
Νέστωρ = εκ του νέομαι (επιστρέφω)
Νεφέλη = νέφω (χύνω ύδωρ)
Νικηφόρος = νίκη + φέρω
Νικόλαος = νίκη + λαός

Ξ

Ξενοφών = ξένος + φωνέω

Ο

Οδυσσέας = οδύσσομαι (διώκομαι)
Οιδίπους = υδής + πους (ο έχων πρησμένα πόδια
Όλυμπος = εκ του λάμπω
Ορέστης = όρος + ίσταμαι



Π

Πανδώρα = παν + δώρο
Παρασκευή = παρα + σκευάζω
Πασιφάη = πας + φάος (φως)
Πάτροκλος = πατρίς + κλέος
Παυσανίας = εκ του παύω
Πελασγός = πέλας (κοντινός + γη), επίσης εκ του πέλαγος
Περικλής = περί + κλέος (ο ένδοξος)
Περσέας = εκ του πέρθω (εκπορθω, καταστρέφω)
Πηνελόπη = πήνη (υφάδι) + λέπω (εκτυλίσσω)
Πολυδεύκης = πολύ + δεύκος (γλεύκος), ο πολύ γλυκός
Πολύδωρος = πολλά + δώρα
Πολυξένη = πολύ + ξενί
Ποσειδών = πόσις (ποταμός) + είδω (είμαι αρμόδιος)
Προμηθέας = προ + μύθος, επίσης προ + μήθος (μέριμνα, ο προνοητικός)
Πυθαγόρας = πυνθάνομαι + αγορεύω

... αύριο το τελευταίο μέρος
του αφιερώματος

20/3/13

Ύμνος εις την Ελευθερίαν




Ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας είναι οι πρώτες στροφές από το ποίημα
«Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πει.

Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τα’ ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να’ βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός που για τα’ εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ’ άνθια και καρπούς,

εγαλήνεψε· και εχύθει
καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά,

μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

Γκαρδιακά χαροποιήθει
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει
που την έδεναν κι αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανό.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τα’ οργής.

Εις το κίνημα του δείχνει,
πως τα μέλη ειν’ δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού·

και σ' εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ’ έκρωζ’ ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισιές οπού αγρικάς·

σαν το βράχο οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό·

οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά·

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά·

Ερμιά, θάνατος και φρίκη
όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν’ άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως ειν’ πολλά·
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.

Μέτρα! Ειν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά·
να, σας φθάνει· αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!

Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

και οι βροντές και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνον’ ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν’ άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά·

και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χωρίς να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε
περισσότερο ειν’ γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν είνει ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».

Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
'Ολοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι·
φύσα, φύσα εις το σταυρό!

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·
δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας·
τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο·

και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ότι θέλεις ημπορείς.
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.

Στη σκια χεροπιασμένες,
στη σκια βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.

Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

«σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.

Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες εσύ!

Α, το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρίθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
"Εγώ ειμ’ Άλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ’ αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.

Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή"».

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού Του εισ’ αδελφή;
Ποιος είν’ άξιος να νικήσει
ή με σε να μετρηθεί;

Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τα’ αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

να αποφύγετε; Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
Ποίος στο σύντροφον απλώνει

χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο που να νεκρωθεί.
Κεφαλές απελπισμένες,

με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.
Σβιέται - αυξαίνοντας η πρώτη

του Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
Έτσι ν' άκουα να βουίξει

τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα αγαρηνό!
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία

μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα να τα σπρώξει

η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,

κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,

κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται, και πλιο
και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός·

πάντα, πάντα περισσεύει·
πολύ φλοίσβισμα και αφρός.
Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;

Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι μισητοί,
το Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,

η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν
και πηδούν όλες οι κόρες
με τα’ αγκάλες ανοικτές,

τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·

όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ’ άπειρα εις τη γη,

με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή·

κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.
Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,

και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ·

όμως όχι δεν είν’ ξένο
και το πέλαγο για σέ.
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά

τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν’ πολλές,

πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις.
Μ' επιθυμία να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,

και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,

και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί·

χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τα’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,

και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,

και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
Όλοι κλαψτε· αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς·

κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς!
Έχει ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' ’γιον Αίμα, τ' ’γιον Σώμα·

λες πως θε να ξαναβγεί
η κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει

και ημπορεί να πολεμεί.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:

«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σάς τυραννεί.

Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

Τέτοια αφήστενε φροντίδα·
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία:
"Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ!

Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του ’βελ καταβοά·
δεν ειν’ φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε
να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο ανίσως μελετάτε
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!"».