Κλείνω
Αντίθετο: ανοίγω
Κυριότερη σημασία: μετακινώ κάτι, για να εμποδίσω το πέρασμα από ένα χώρο σε
άλλο
Κλείνω την πόρτα, το παράθυρο
Η πόρτα έκλεισε
Κλείνω το στόμα (δε μιλώ, εμποδίζω κάποιον να μιλήσει)
Κλείνω τα μάτια (μετακινώ τα βλέφαρα, κοιμάμαι, πεθαίνω, δε
βλέπω την πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι)
Κλείνω τα αφτιά μου (αρνούμαι να ακούσω κάτι)
Κλείνω την ντουλάπα, την αποθήκη, το συρτάρι
Κλείνω το δρόμο
Κλείνω το μαγαζί (σταματώ να λειτουργώ)
Οι τράπεζες κλείνουν σε λίγο
Κλείνω τη συζήτηση (την τερματίζω)
Κλείνω το φως, τη βρύση, την τηλεόραση, τον υπολογιστή
Κλείνω τα πόδια (τα ενώνω)
Κλείνω το φερμουάρ (το ανεβάζω)
Κλείνω κάποιον στη φυλακή (τον κρατώ)
Κλείνω αεροπορικά εισιτήρια
Κλείνω μία δουλειά (υπογράφω συμβόλαιο συνεργασίας)
Κλίνω
Αντίθετο: αποκλίνω
Κυριότερη σημασία: έχω κλίση προς μία πλευρά
Δεν έχω πού την κεφαλή κλίναι (είμαι άστεγος, άπορος, δεν
έχω βοήθεια από κανέναν)
Κλίνω το γόνυ (εκφράζω σεβασμό γονατίζοντας)
Κλίνω τον τράχηλο (παραδίνομαι, υποχωρώ)
Κλίνω ένα ρήμα
Συγγενικές λέξεις: κλίνη, κλινική, κλίση, κλιτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου