28/2/13

Λαμόγιο




Προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (προφορά: «λα μόλιε» ή «λα μόγιε» - με «γεϊσμό»).

Σημαίνει «γυναίκα», «σύζυγος» και η πράξη αποκαλείται «λαμογιά».

Το ιστορικό της προελεύσεως έχει ως εξής:

τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε προσποιούμενος το φοβισμένο «la moglie, la moglie», (λαμόγιε), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα κι έφευγε τρέχοντας.

Από εκεί βγήκε η έκφραση «την έκανε λαμόγιο». Δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του.

Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, το πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο «μόγια», που σημαίνει «λαδιά», «απάτη», «πονηριά», «εξαπάτηση».

Το άρθρο «la» προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά, για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.

Πηγή: Ετυμολογικό λεξικό Ανδριώτη,
Κωνσταντίνος Φαρίδης,
μεταφράσεις και μαθήματα
ιταλικῆς και ισπανικῆς γλώσσας,
Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου