Στα αρχαία ελληνικά, «πρίω»
σημαίνει κόβω, πριονίζω.
Στις ημέρες μας, το συγκεκριμένο ρήμα δε
χρησιμοποιείται πλέον.
Από αυτό το ρήμα προήλθε η
λέξη «πριόνι» (> νέο-ελλ. πριόνι).
- κλίση του ρήματος της αρχαίας ελληνικής: πρίω, πρίεις, πρίει,
πρίομεν, πρίετε, πρίουσι(ν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου