19/6/13

Κορόιδο



Προέρχεται από το μεσαιωνικό «κουρόγιδο», (δηλαδή «κουρεμένο γίδι», με αφορμή τη διαπομπευμένη γυναίκα).
κορόγιδο < κορόιδο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου