Αρκετές φορές παρατηρούμε να
γράφονται λανθασμένα οι λέξεις «παίρνω» και «περνώ».
Παραδείγματα κι εκφράσεις της
λέξης «παίρνω» (ο τόνος στο «αί»):
- Σε παρακαλώ, παίρνεις το ποτήρι από το τραπέζι; (= αρπάζω,
πιάνω, μεταφέρω, κινώ)
- Παίρνω άδεια τον Αύγουστο (= έχω, κατέχω, αποκτώ)
- Να παίρνεις φρούτα από τη λαϊκή της γειτονιάς (=
αγοράζω, προμηθεύομαι, φέρνω)
- Παίρνω γράμμα από την Αμερική κάθε μήνα (= λαμβάνω)
- Παίρνω δεύτερο υπάλληλο για το γραφείο (= προσλαμβάνω)
- Παίρνω φάρμακο για το βήχα (= καταναλώνω, καταπίνω)
- Μην τον παίρνεις στα σοβαρά (= αντιλαμβάνομαι,
αντιμετωπίζω)
- Παίρνω μέτρα για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος (=
υλοποιώ, πραγματοποιώ, λαμβάνω)
- Παίρνω θέση (= σχηματίζω γνώμη)
- Παίρνω πρωτοβουλίες (= κάνω το πρώτο βήμα, δίχως έγκριση)
- Με παίρνει ο ύπνος (= αποκοιμάμαι)
- Παίρνω τηλέφωνο (= καλώ κάποιον)
- Παίρνω μπρος (= ξεκινώ)
- Το παίρνει πίσω (= ανακαλώ, αναιρώ, ακυρώνω)
- Παίρνω φόρα (= απομακρύνομαι και κατόπιν επιταχύνω)
- Παίρνω το μάθημά μου (= αντιλαμβάνομαι και βιώνω τις
συνέπειες της πράξης μου)
- Τα παίρνω στο κρανίο (= εκνευρίζομαι, θυμώνω)
- Παίρνω είδηση, χαμπάρι (= αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω)
- Παίρνω σβάρνα
- Παίρνω τοις μετρητοίς
- Να πάρει η ευχή, ο διάβολος
Παραδείγματα κι εκφράσεις της
λέξης «περνάω», «περνώ» (ο τόνος στο «ά» ή το «ώ», αντίστοιχα):
- Περνάω καλές στιγμές (= ζω)
- Περνάω το δρόμο, τη γέφυρα (= διασχίζω, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο)
- Περνάω τις εξετάσεις (= πετυχαίνω)
- Περνάω (κάτι) από έλεγχο (= υποβάλλω, υποβάλλομαι)
- Τους πέρασα όλους (= προσπερνώ)
- Το θερμόμετρο πέρασε τους 30 βαθμούς κελσίου (= ξεπερνώ)
- Για ποιόν με πέρασες; (= θεωρώ)
- Το λεωφορείο πέρασε (= αφίχθη)
- Πέρασε στο σαλόνι (= μπαίνω)
- Περνάω στο Πανεπιστήμιο (= εισάγομαι)
- Ο καιρός περνάει (= έρχεται και φεύγει)
- Ο πόνος πέρασε (= φεύγω, απομακρύνομαι)
- Αυτό το μέτρο δε θα περάσει (= θέτω σε ισχύ)
- Περνιέμαι για έξυπνος (= θεωρούμαι)
Πηγή: wikipedia